σηραγγωδῶν

σηραγγωδῶν
σηραγγώδης
full of holes
masc/fem/neut gen pl (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ανικανότητα — Παθολογική κατάσταση του άντρα που εκδηλώνεται με αδυναμία στύσης του πέους και μπορεί να οφείλεται σε ανατομικές ανωμαλίες ή λειτουργικές διαταραχές. Από τις ανατομικές ανωμαλίες οι κυριότερες είναι oυποσπαδίας, ο επισπαδίας, οι παθήσεις των… …   Dictionary of Greek

  • κλειτορίδα — Μικρό όργανο, δεκτικό στύσης, στο πάνω μέρος του αιδοίου. Χαρακτηριστικό της γυναίκας και των θηλυκών θηλαστικών, αντιστοιχεί κατά κάποιον τρόπο στο ανδρικό πέος. Η κατασκευή της είναι όμοια με εκείνη των σηραγγωδών σωμάτων του πέους και… …   Dictionary of Greek

  • σήραγγα — Υπόγειο τμήμα σιδηροδρομικής γραμμής, τροχιόδρομου ή δρόμου. Οι σήραγγες διασχίζουν υψώματα, προστατεύουν τις σιδηροδρομικές γραμμές ή τους δρόμους σε εδάφη που κατολισθαίνουν ή διοχετεύουν την κίνηση των οχημάτων κάτω από την επιφάνεια των… …   Dictionary of Greek

  • σηραγγίτιδα — (Ιατρ.). Φλεγμονή των σηραγγωδών σωμάτων του πέους, που εμφανίζεται με υψηλή θερμοκρασία, πόνο, ερυθρότητα και οίδημα. Αργότερα μπορεί να δημιουργηθεί τοπικά απόστημα. Η θεραπεία της σ. γίνεται με αντιβιοτικά και συχνά με χειρουργική επέμβαση για …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”